Σπάνιες περιπέτειες και αναγνωρίσεις στην τραγωδία του Σοφοκλή
Γράφει: Αναστάσιος Μπίγγος
Πρωϊνός λόγος Καθημερινή εφημερίδα της Υπείρου
• Στην τραγωδία Οιδίπους Τύραννος ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής έχει εντυπωσιακή πλοκή, παρεμβάλλοντας σπάνια περιπέτειες και αναγνωρίσεις και ακολουθώντας το μέσο που πράγματι είναι η ευγενέστατη και χαριέστατη αρετή του ελληνικού πνεύματος.
Στον Πρόλογο (1-150) ο Οιδίποδας απευθύνεται στους συγκεντρωμένους Θηβαίους, που με επικεφαλής τον Ιερεά ζητούν να σώσει την πόλη τους. Έρχεται ο Κρέοντας και φέρνει το χρησμό της Πυθίας «Να διώξουν τον άνδρα που με αίμα μόλυνε την πόλη, αφού σκότωσε το Λάϊο».
Στην Πάροδο (151-215) ο χορός μένει ικανοποιημένος και ψέλνει ευχαριστήριο τραγούδι στον Απόλλωνα.
Στον Α’ Επεισόδιο (216-462) ο Οιδίποδας ζητά από το χορό να φανερώσει το φονιά του Λάιου και βεβαιώνει ότι θα είναι μεγάλη η τιμωρία του. Ο χορός ψάχνει το μάντη Τειρεσία• ο Τειρεσίας έρχεται, αλλά είναι διστακτικός κι ο Οιδίποδας θυμώνει λέγοντας «τυφλός τα τ’ώτα τον τε νουν τα τ’όμματ’ ει».
Στο Α’ στάσιμο (463-511) ο χορός απορεί που είναι ο εγκληματίας και εύχεται να τον καταδιώκουν οι Ερινύες.
Στο Β’ Επεισόδιο (512-862) έχουμε έντονη συμμαχία του Οιδίποδα με τον Κρέοντα και η βασίλισσα Ιοκάστη (που βγαίνει στη σκηνή) ρωτάει για την έντονη συζήτηση. Ο βασιλιάς τονίζει ότι ο Κρέοντας με τον Τειρεσία άφησαν αιχμές εναντίον τους. Η Ιοκάστη διηγείται για το γνωστό χρησμό και τον εξαφανισμό του παιδιού της και ο Οιδίποδας κάνει λόγο για το χρησμό που έδωσε το μαντείο. Μόνη ελπίδα για να μην είναι αυτός ο φονιάς μένει ο υπηρέτης του Λάιου που σώθηκε και έλεγε πως το Λάιο τον σκότωσαν ληστές και πήγαν να τον φωνάξουν.
Στο Β’ στάσιμο (863-910) ο χορός εύχεται να τον συνοδεύει πάντα αγνότητα λόγων και έργων.
Στο Γ’ επεισόδιο (911-1085) φτάνει αγγελιοφόρος από την Κόρινθο και φέρνει την είδηση ότι πέθανε ο βασιλιάς Πόλυβος και οι Κορίνθιοι ζητούν για βασιλιά τους τον Οιδίποδα. Η είδηση αυτή χαροποιεί προσωρινά Οιδίποδα και Ιοκάστη, όμως στη συνέχεια ο αγγελιοφόρος λέει ότι ο Οιδίποδας δεν είναι γνήσιο παιδί του Πολύβου, ήταν έκθετο και με πρησμένα πόδια. Η Ιοκάστη καταλαβαίνει, αλλά ο Οιδίποδας θέλει να μάθει την πραγματική του καταγωγή.
Η στιχομυθία είναι από τις πιο δραματικές όλου του παγκόσμιου θεάτρου. Και όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς την ώρα που όλοι περιμένουν τον παλιό βοσκό και έμπιστο του Λάιου να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Η Ιοκάστη αποχωρεί, γιατί γνωρίζει πλέον την αλήθεια και πηγαίνει να κρεμαστεί.
Στο Γ’ στάσιμο (1086-1108) ο χορός εκφράζει την ελπίδα πως ο Οιδίποδας θα αποδειχτεί Θηβαίος.
Στο Δ’ Επεισόδιο (1109-1185) εμφανίζεται στη σκηνή ο Οιδίποδας, ο αγγελιοφόρος και ο Θεράποντας (υπηρέτης Θηβαίος). Ο Οιδίποδας τους φέρνει σε αντιπαράσταση και μαθαίνει από το θεράποντα ότι το βρέφος που δόθηκε στον Κορίνθιο βοσκό ήταν ο γιος του Λάιου και της Ιοκάστης! Καταλαβαίνει πια το άσχημο παιχνίδι της μοίρας, χαρακτηρίζει φριχτά όσα άκουσε και όσα ζούσε, χωρίς να τα γνωρίζει. &n Αποχωρεί από τη σκηνή και πηγαίνει να τυφλωθεί.
Στο Δ’ στάσιμο (1186-1222) ο χορός τραγούδησε τη ματαιότητα του κόσμου και της ανθρώπινης ευτυχίας. Ο Οιδίποδας είχε φτάσει στον κολοφώνα της δόξας και της ευτυχίας και τώρα κατάντησε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος.
Στην έξοδο (1223-1530) ο εξάγγελος πληροφορεί ότι η Ιοκάστη αυτοκτόνησε κι ο Οιδίποδας τυφλώθηκε και παρακαλεί τον Κρέοντα (αδελφό της Ιοκάστης) να δείξει φροντίδα για τα αγαπημένα του παιδιά και μάλιστα για τις κόρες του. Καθώς ο Οιδίποδας φεύγει, ο χορός ψέλνει το ιδιαίτερα διδαχτικό λυρικό μέρος από την Έξοδο (στίχ. 1524-1530)
«Ω πάτρας Θήβης ένοικοι, λεύσσετ’, Οιδίπους όδε, ος τα κλείν’ αινίγματ’ ήδει και κράτιστος ην ανήμου τις ου ζήλω πολιτών και τύχαις επέβλεπεν, εις όσον κλύδωνα δεινής συμφοράς ελήλυθεν• ώστε θνητόν όντ’ εκείνην την τελευταίαν ιδεί ημέραν επισκοπούντα μηδέν’ ολβίζειν, πριν α τέρμα του βίου περάση μηδέν αλγεινόν παθών».
Αξίζει να προσθέσουμε εδώ και το αίνιγμα της Σφίγγας (φοβερό τέρας με κεφάλι και στήθος κόρης, σώμα και ουρά λιονταριού, πόδια και φτερά αετού) που έλυσε ο Οιδίποδας και έγινε βασιλιάς της Θήβας:
«Έστι δίπουν επί γης και τετράπον, ου μία φωνή και τρίπον• αλλάσσει δε φυήν μόνον όσσ’ επί γαίαν ερπετά κινείται ανά τ’ αιθέρα και κατά πόντον• αλλ’ οπόταν πλείστοισιν ερειδόμενον ποσί βαίνη. Ένθα τάχος γυίοισιν αφαυρότατον πέλει αυτού».
Και η λύση του:
«Κλύθι και ουκ εθέλουσα, κακόπτερε Μούσα θανόντων
φωνής ημετέρης σον τέλος αμπλακίης,
άνθρωπον κατέλεξας, ος ηνίκα γαίαν εφέρπει,
πρώτον έφυ τετράπους νήπιος εκ λαγόνων•
γηραλέος δε πέλων τρίτατον πόδα βάκτρον ερείδιο
αυχένα φορτίζων, γήραϊ καμπτόμενος».
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι κεντρικό νόημα του δράματος αυτού είναι η σύγκρουση της ανθρώπινης βούλησης με τη σκληρή μοίρα. Ο Οιδίποδας, παρά την πτώση του, στέκει υψηλό αγωνιστικό παράδειγμα. Η πανάρχαια αγωνιστική ετοιμότητά μας χαρακτηρίζει και μας ξεχωρίζει μέσα στον κόσμο και με αυτή μεγαλουργούμε. Εξάλλου κι ο Νίκος Καζαντζάκης υπογραμμίζει σχετικά: «Ένα αψηλόγκρεμο Ζάλογγο η ζωή μας, ολούθε αράπηδες μας κυνηγούν, θαρρώντας χαθήκαμε και δεν υπάρχει σωτηρία• μα εμείς, πά(νω) στην κορφή του χαλασμού μεγάλες πετούμε ορθές, διπλές ελευτεριάς φτερούγες. Δεν είναι η Μοίρα παντοδύναμη• η ψυχή ναι του ελεύτερου, του αγνού κι απελπισμένου ανθρώπου».
Γράφει: Αναστάσιος Μπίγγος
Πρωϊνός λόγος Καθημερινή εφημερίδα της Υπείρου
• Στην τραγωδία Οιδίπους Τύραννος ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής έχει εντυπωσιακή πλοκή, παρεμβάλλοντας σπάνια περιπέτειες και αναγνωρίσεις και ακολουθώντας το μέσο που πράγματι είναι η ευγενέστατη και χαριέστατη αρετή του ελληνικού πνεύματος.
Στον Πρόλογο (1-150) ο Οιδίποδας απευθύνεται στους συγκεντρωμένους Θηβαίους, που με επικεφαλής τον Ιερεά ζητούν να σώσει την πόλη τους. Έρχεται ο Κρέοντας και φέρνει το χρησμό της Πυθίας «Να διώξουν τον άνδρα που με αίμα μόλυνε την πόλη, αφού σκότωσε το Λάϊο».
Στην Πάροδο (151-215) ο χορός μένει ικανοποιημένος και ψέλνει ευχαριστήριο τραγούδι στον Απόλλωνα.
Στον Α’ Επεισόδιο (216-462) ο Οιδίποδας ζητά από το χορό να φανερώσει το φονιά του Λάιου και βεβαιώνει ότι θα είναι μεγάλη η τιμωρία του. Ο χορός ψάχνει το μάντη Τειρεσία• ο Τειρεσίας έρχεται, αλλά είναι διστακτικός κι ο Οιδίποδας θυμώνει λέγοντας «τυφλός τα τ’ώτα τον τε νουν τα τ’όμματ’ ει».
Στο Α’ στάσιμο (463-511) ο χορός απορεί που είναι ο εγκληματίας και εύχεται να τον καταδιώκουν οι Ερινύες.
Στο Β’ Επεισόδιο (512-862) έχουμε έντονη συμμαχία του Οιδίποδα με τον Κρέοντα και η βασίλισσα Ιοκάστη (που βγαίνει στη σκηνή) ρωτάει για την έντονη συζήτηση. Ο βασιλιάς τονίζει ότι ο Κρέοντας με τον Τειρεσία άφησαν αιχμές εναντίον τους. Η Ιοκάστη διηγείται για το γνωστό χρησμό και τον εξαφανισμό του παιδιού της και ο Οιδίποδας κάνει λόγο για το χρησμό που έδωσε το μαντείο. Μόνη ελπίδα για να μην είναι αυτός ο φονιάς μένει ο υπηρέτης του Λάιου που σώθηκε και έλεγε πως το Λάιο τον σκότωσαν ληστές και πήγαν να τον φωνάξουν.
Στο Β’ στάσιμο (863-910) ο χορός εύχεται να τον συνοδεύει πάντα αγνότητα λόγων και έργων.
Στο Γ’ επεισόδιο (911-1085) φτάνει αγγελιοφόρος από την Κόρινθο και φέρνει την είδηση ότι πέθανε ο βασιλιάς Πόλυβος και οι Κορίνθιοι ζητούν για βασιλιά τους τον Οιδίποδα. Η είδηση αυτή χαροποιεί προσωρινά Οιδίποδα και Ιοκάστη, όμως στη συνέχεια ο αγγελιοφόρος λέει ότι ο Οιδίποδας δεν είναι γνήσιο παιδί του Πολύβου, ήταν έκθετο και με πρησμένα πόδια. Η Ιοκάστη καταλαβαίνει, αλλά ο Οιδίποδας θέλει να μάθει την πραγματική του καταγωγή.
Η στιχομυθία είναι από τις πιο δραματικές όλου του παγκόσμιου θεάτρου. Και όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς την ώρα που όλοι περιμένουν τον παλιό βοσκό και έμπιστο του Λάιου να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Η Ιοκάστη αποχωρεί, γιατί γνωρίζει πλέον την αλήθεια και πηγαίνει να κρεμαστεί.
Στο Γ’ στάσιμο (1086-1108) ο χορός εκφράζει την ελπίδα πως ο Οιδίποδας θα αποδειχτεί Θηβαίος.
Στο Δ’ Επεισόδιο (1109-1185) εμφανίζεται στη σκηνή ο Οιδίποδας, ο αγγελιοφόρος και ο Θεράποντας (υπηρέτης Θηβαίος). Ο Οιδίποδας τους φέρνει σε αντιπαράσταση και μαθαίνει από το θεράποντα ότι το βρέφος που δόθηκε στον Κορίνθιο βοσκό ήταν ο γιος του Λάιου και της Ιοκάστης! Καταλαβαίνει πια το άσχημο παιχνίδι της μοίρας, χαρακτηρίζει φριχτά όσα άκουσε και όσα ζούσε, χωρίς να τα γνωρίζει. &n Αποχωρεί από τη σκηνή και πηγαίνει να τυφλωθεί.
Στο Δ’ στάσιμο (1186-1222) ο χορός τραγούδησε τη ματαιότητα του κόσμου και της ανθρώπινης ευτυχίας. Ο Οιδίποδας είχε φτάσει στον κολοφώνα της δόξας και της ευτυχίας και τώρα κατάντησε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος.
Στην έξοδο (1223-1530) ο εξάγγελος πληροφορεί ότι η Ιοκάστη αυτοκτόνησε κι ο Οιδίποδας τυφλώθηκε και παρακαλεί τον Κρέοντα (αδελφό της Ιοκάστης) να δείξει φροντίδα για τα αγαπημένα του παιδιά και μάλιστα για τις κόρες του. Καθώς ο Οιδίποδας φεύγει, ο χορός ψέλνει το ιδιαίτερα διδαχτικό λυρικό μέρος από την Έξοδο (στίχ. 1524-1530)
«Ω πάτρας Θήβης ένοικοι, λεύσσετ’, Οιδίπους όδε, ος τα κλείν’ αινίγματ’ ήδει και κράτιστος ην ανήμου τις ου ζήλω πολιτών και τύχαις επέβλεπεν, εις όσον κλύδωνα δεινής συμφοράς ελήλυθεν• ώστε θνητόν όντ’ εκείνην την τελευταίαν ιδεί ημέραν επισκοπούντα μηδέν’ ολβίζειν, πριν α τέρμα του βίου περάση μηδέν αλγεινόν παθών».
Αξίζει να προσθέσουμε εδώ και το αίνιγμα της Σφίγγας (φοβερό τέρας με κεφάλι και στήθος κόρης, σώμα και ουρά λιονταριού, πόδια και φτερά αετού) που έλυσε ο Οιδίποδας και έγινε βασιλιάς της Θήβας:
«Έστι δίπουν επί γης και τετράπον, ου μία φωνή και τρίπον• αλλάσσει δε φυήν μόνον όσσ’ επί γαίαν ερπετά κινείται ανά τ’ αιθέρα και κατά πόντον• αλλ’ οπόταν πλείστοισιν ερειδόμενον ποσί βαίνη. Ένθα τάχος γυίοισιν αφαυρότατον πέλει αυτού».
Και η λύση του:
«Κλύθι και ουκ εθέλουσα, κακόπτερε Μούσα θανόντων
φωνής ημετέρης σον τέλος αμπλακίης,
άνθρωπον κατέλεξας, ος ηνίκα γαίαν εφέρπει,
πρώτον έφυ τετράπους νήπιος εκ λαγόνων•
γηραλέος δε πέλων τρίτατον πόδα βάκτρον ερείδιο
αυχένα φορτίζων, γήραϊ καμπτόμενος».
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι κεντρικό νόημα του δράματος αυτού είναι η σύγκρουση της ανθρώπινης βούλησης με τη σκληρή μοίρα. Ο Οιδίποδας, παρά την πτώση του, στέκει υψηλό αγωνιστικό παράδειγμα. Η πανάρχαια αγωνιστική ετοιμότητά μας χαρακτηρίζει και μας ξεχωρίζει μέσα στον κόσμο και με αυτή μεγαλουργούμε. Εξάλλου κι ο Νίκος Καζαντζάκης υπογραμμίζει σχετικά: «Ένα αψηλόγκρεμο Ζάλογγο η ζωή μας, ολούθε αράπηδες μας κυνηγούν, θαρρώντας χαθήκαμε και δεν υπάρχει σωτηρία• μα εμείς, πά(νω) στην κορφή του χαλασμού μεγάλες πετούμε ορθές, διπλές ελευτεριάς φτερούγες. Δεν είναι η Μοίρα παντοδύναμη• η ψυχή ναι του ελεύτερου, του αγνού κι απελπισμένου ανθρώπου».