Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΠΑΡΑΛΗΡΗΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

      Η παραληρητική ιδέα είναι ένα από τα βασικά συμπτώματα μίας έντονης ψυχωσικής κατάστασης. Δίνοντας μία αναλυτικότερη έννοια στην λέξη παραλήρημα, θα λέγαμε ότι είναι μία ανόητη φλυαρία. Πρωτοεμφανίζεται με την έννοια της παράκρουσης αλλά κυρίως του παραμιλητού. Στην σύγχρονη ελληνική ψυχιατρική χρησιμοποιείται με την έννοια του παραλογισμού, μιας ψευδαίσθησης – φαντασίωσης όπου το άτομο που την κάνει την πιστεύει και για εκείνον είναι πέρα για πέρα αληθινή. Πρόκειται για μία προσωπική φαντασίωση του ατόμου που βέβαια ο ίδιος πιστεύει ότι είναι αληθινή ενώ δεν συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα. Τέτοιες πεποιθήσεις αναφέρονται συνήθως στην ιδέα ότι κάποιος ή κάποιοι τους ενοχλούν με άδικες επικρίσεις ή απειλές, εδώ αναφερόμαστε στο παραλήρημα καταδίωξης. Ή στην ιδέα ότι κάποιοι προσπαθούν μέσα από κάποιο ισχυρό μέσο όπως τηλεόραση, εφημερίδα προσπαθούν να επηρεάσουν τα συναισθήματα τους, τις σκέψεις τους, εδώ μιλάμε για το παραλήρημα ελέγχου. Άλλα άτομα θεωρούν ότι είναι προικισμένα με κάποια μοναδική ιδιότητα, ή ενσαρκώνουν κάποια μοναδική ιστορική προσωπικότητα, εδώ αναφερόμαστε στο παραλήρημα μεγαλείου. Ή ότι συμβαίνει κάτι το ανεξήγητο ή καταστροφικό στο σώμα τους, στην υγεία τους, σωματικό παραλήρημα. Όλες αυτές οι εμμονές μπορεί να είναι οργανωμένες, ή και ανοργάνωτες, πολύπλοκες, λογικοφανείς ή εντελώς απίθανες και εξωπραγματικές.

      Η ύπαρξη του παραληρήματος υποδηλώνει μία ανασφάλεια του εγώ, το άτομο αισθάνεται ότι κινδυνεύει από κάποιον ή κάτι. Αντίθετα με τις εμμονές ενός ψυχαναγκαστικού ατόμου το παραλήρημα εμπλέκει το περιβάλλον με ένα τρόπο αρκετά ενεργητικό, συνήθως απειλητικό, κριτικό, ή υποτιμητικό. Σε πιο ήπιες καταστάσεις ή προτού το σύμπτωμα εξελιχθεί σε παραλήρημα καταδίωξης το άτομο μπορεί να πιστεύει ότι είναι το κέντρο της προσοχής κάποιων ορισμένων ατόμων οι οποίοι τον επικρίνουν, τον ειρωνεύονται παρά ότι σχεδιάζουν κάτι κακό εναντίον του. Συνήθως τέτοιες ιδέες καταδίωξης χαρακτηρίζονται από έντονη καχυποψία και ένα έντονο συναίσθημα προσωπικής ανασφάλειας. (Χαρτοκόλλης Π. 1991)

      ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΛΗΡΗΤΙΚΉΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ

      Η παραληρητική διαταραχή είναι κυρίως ψυχοκοινωνικής προέλευσης και συνήθως περιλαμβάνονται ιστορικό συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησης, μια υπερβολικά απαιτητική ή τελειοθηρική ανατροφή και δεν αναπτύσσεται η βασική εμπιστοσύνη, οπότε το άτομο πιστεύει ότι το περιβάλλον είναι συνεχώς εχθρικό και δυνητικά επικίνδυνο. Σε οικογένειες ασθενών με παραληρητική διαταραχή, μπορεί να υπάρχει μια ελαφρά αύξηση της καχυποψίας και της παραληρητικής σκέψης, όμως οι γενετικές μελέτες υποδηλώνουν ότι δεν είναι ούτε υπότυπος, ούτε πρόδρομο στάδιο της σχιζοφρένειας ή της διαταραχής της διάθεσης. (Γραμματικόπουλος Η. Ψυχίατρος) Τα άτομα σπάνια αρχίζουν θεραπεία αυτοβούλως, λόγω της καχυποψίας που τους διακρίνει, οπότε συνήθως φίλοι και συγγενείς που ανησυχούν, κινητοποιούνται οι ίδιοι για τον ενδιαφερόμενο. Η δημιουργία επαφής είναι δύσκολη και η εχθρότητα του ατόμου οφείλεται στο φόβο του (Γραμματικόπουλος Η. Ψυχίατρος). Οι έντονα διεγερτικοί ασθενείς μπορεί να χρειαστούν τη χορήγηση φαρμάκων, ενώ η νοσηλεία κρίνεται απαραίτητη όταν το άτομο δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις αυτοκτονικές ή ανθρωποκτονικές του ενορμήσεις ή αν έχει μια ακραία παραληρητική ιδέα δηλητηρίασης, οπότε αρνείται τη λήψη τροφής.

      ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

      Οι διαταραχές του περιεχομένου της σκέψης αντανακλούν τις πεποιθήσεις, τις ιδέες, και τις ερμηνείες των ερεθισμάτων από τον ασθενή. Εδώ εντάσσονται οι παραληρηματικές ιδέες, ιδέες παθητικότητας ή επίδρασης και ιδέες αυτοαναφοράς ή συσχέτισης.

      Οι παραληρηματικές ιδέες εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία περιεχομένου, όπως αναφοράς, καταδίωξης, μεγαλομανίας, θρησκευτικές, υποχονδριακές, ερωτομανιακές, ζηλοτυπικές κ.α. Οι πιο συχνές όμως είναι αυτές της καταδίωξης και της αναφοράς. Η δομή τους είναι παρανοειδής, εξωπραγματική, υπερβολική, χωρίς καμία λογική επιχειρηματολογία. Επιπλέον, είναι συναισθηματικά φορτισμένες . Ο όρος «απώλεια των ορίων του εγώ», περιγράφει την απουσία της αίσθησης του σώματος, του νου και της επίδρασης του ατόμου, σε σχέση με αυτά των έμψυχων ή άψυχων όντων στο περιβάλλον του. Για παράδειγμα ο ασθενής μπορεί να πιστεύει ότι οι άλλοι γύρω του (π.χ: τηλεόραση) αναφέρονται σε αυτόν-ιδέες αναφοράς. Άλλα συμπτώματα της απώλειας των ορίων του εγώ είναι η αίσθηση ότι το άτομο έχει αποσυνδεθεί και συγχωνευθεί με ολόκληρο το σύμπαν ή έχει συγχωνευθεί σωματικά με ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου.

      Οι ιδέες αυτοαναφοράς ή συσχέτισης δίνουν την αίσθηση στο άτομο ότι αποτελεί το επίκεντρο περιβαλλοντικών ερεθισμάτων τα οποία αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Οι ιδέες παθητικότητας ή επίδρασης φέρνουν το άτομο να είναι παθητικός δέκτης, έρμαιο των εξωτερικών επιδράσεων που επιδρούν πάνω στην συμπεριφορά και την σκέψη του. Οι παραληρηματικές ιδέες στη σχιζοφρένεια είναι κατά κύριο λόγο πρωτογενείς στη προέλευσή τους και χαρακτηρίζονται από άμεση αποδοχή από το άτομο, από το απρόβλεπτο και ανεξήγητο της εμφάνισής τους την πρώτη φορά και το «αποκαλυπτικό» περιεχόμενό τους .

      Εκτός όμως από τις πρωτογενείς παραληρηματικές ιδέες υπάρχουν και οι δευτερογενείς, οι οποίες δεν αναδύονται αιφνίδια, αλλά αντίθετα το άτομο τις «χρησιμοποιεί» για να εξηγήσει τα παθολογικά του βιώματα (π.χ να εξηγήσει τις ακουστικές του ψευδαισθήσεις με την παραληρηματική ιδέα, χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι ο νομπελίστας Μαθηματικός John Nash) (Πηγή: Γεωργιάδου Π.)

      ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

      Η συγκεκριμένη διαταραχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παραληρητικών ιδεών διαφόρων τύπων - δίωξης, ζηλοτυπίας, ερωτομανίας, σωματικών, μεγαλείου κτλ., γι' αυτό προτιμήθηκε ο όρος παραληρητική διαταραχή κι όχι παρανοϊκή, όπως ήταν παλιότερα και που υπονοούσε την ύπαρξη μόνο παρανοϊκών ιδεών κυρίως δίωξης ή ζηλοτυπίας. Σύμφωνα με το DSM –IV (Μάνος Ν. 1997) τα διαγνωστικά κριτήρια της παραληρητικής διαταραχής είναι:

      1. Μη αλλόκοτες παραληρητικές ιδέες (αφορά καταστάσεις που συναντώνται στην πραγματική ζωή, όπως ότι το άτομο νιώθει ότι το παρακολουθούν, το δηλητηριάζουν, το μολύνουν, το αγαπούν από απόσταση ή ότι απατάται από τον σύντροφο του), διάρκειας τουλάχιστον ενός μήνα.       2. Πέρα από την επίδραση των παραληρητικών ιδεών ή τις συνέπειες τους, δεν υπάρχει αξιοσημείωτη έκπτωση λειτουργικότητας και η συμπεριφορά του ατόμου δεν είναι εμφανώς παράξενη ή αλλόκοτη.       3. Εάν τα επεισόδια διαταραχής της διάθεσης έχουν συμβεί ταυτόχρονα με τις παραληρητικές ιδέες η συνολική τους διάρκεια είναι βραχεία σε σχέση με την διάρκεια των παραληρητικών περιόδων       4. Η διαταραχή δεν οφείλεται στα άμεσα φυσιολογικά αποτελέσματα της δράσης μίας ουσίας (παράδειγμα κατάχρησης φαρμάκου, ψυχοτρόπων ουσιών) ή μίας γενικής ιατρικής κατάστασης (Μάνος Ν., 1997)

      Στις παραληρητικές ιδέες παρουσιάζονται οι παρακάτω μορφές/τύποι:

      Ερωτομανής Τύπος: παραληρητικές ιδέες ότι κάποιο άλλο άτομο, συνήθως ανώτερης (κοινωνικοοικονομικής) τάξης, είναι ερωτευμένο μαζί του.

      Τύπος Μεγαλείου: παραληρητικές ιδέες διογκωμένης προσωπικής αξίας, δύναμης, γνώσης, ταυτότητας ή ειδικής σχέσης με μια θεότητα ή διασημότητα.

      Τύπος Ζηλοτυπίας: παραληρητικές ιδέες ότι ο σεξουαλικός σύντροφος του ατόμου τον (την) απατά.

      Διωκτικός Τύπος: παραληρητικές ιδέες ότι το άτομο (ή κάποιος στον οποίο το άτομο είναι κοντά) αντιμετωπίζεται κακόβουλα κατά κάποιο τρόπο.

      Σωματικός Τύπος: παραληρητικές ιδέες ότι το άτομο έχει κάποιο σωματικό ελάττωμα ή κάποια γενική ιατρική κατάσταση.

      Μεικτός Τύπος: παραληρητικές ιδέες χαρακτηριστικές περισσότερων του ενός από τους παραπάνω τύπους, αλλά όπου δεν κυριαρχεί κάποιο θέμα .

Απροσδιόριστος Τύπος (Μάνος Ν., 1997)

      Η έναρξη της παραληρητικής διαταραχής συμβαίνει γενικά στην μέση ή όψιμη ηλικία. Άτομα με παρανοειδή, σχιζοειδή, ή αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας μπορεί να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν παραληρητική διαταραχή. Όσον αφορά την πορεία που μπορεί να έχει, αυτή ποικίλει. Μπορεί να είναι χρόνια με αυξομειώσεις, μπορεί πάλι να υπάρχουν περίοδοι ύφεσης και υποτροπών ή ύφεση χωρίς υποτροπή.

      ΘΕΡΑΠΕΙΑ

      Χρησιμοποιείται συνδυασμός ψυχοθεραπείας και αντιψυχωτικής αγωγής. Σε περιπτώσεις που το άτομο κινδυνεύει να γίνει βίαιο μπορεί και να νοσηλευθεί. Η Ψυχοθεραπεία βασίζεται στην δημιουργία εμπιστοσύνης μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου (ή ασθενή όπως χρησιμοποιούν οι περισσότεροι Ψυχίατροι). Ο θεραπευτής αποφεύγει να κρύβει πράγματα από τον θεραπευόμενο, όπως δηλαδή ότι δεν έχει επικοινωνία με τους συγγενείς του, ενώ έχει! Ο θεραπευτής οφείλει να είναι συνεπής στην ώρα των συναντήσεων του με τον ενδιαφερόμενο. Αρχικά ο θεραπευτής αποφεύγει να έρθει σε άμεση αντιπαράθεση με το εξωπραγματικό στοιχείο των παραληρητικών ιδεών του ατόμου, προσπαθεί μέσα από την ψυχοθεραπευτική σχέση να του δείξει πως οι ιδέες αυτές τον εμποδίζουν να ζήσει παραγωγικά, ποιες περιστάσεις προκαλούν ή εντείνουν την παρανοικότητα του, αλλά και ποιο σκοπό εξυπηρετούσαν αυτές οι παραληρητικές ιδέες. Η αντιψυχωτική αγωγή είναι αμφίβολο εάν μπορεί να εξαλείψει τις παραληρητικές ιδέες, μπορεί όμως να τις ελαττώσει. Συνδυασμός ήπιου αντιψυχωτικού – αντικαταθλιπτικού με Ψυχοθεραπεία μπορεί να βελτιώσει το άγχος, την δυσφορία και την κατάθλιψη και να ελλατώσει την ένταση των παραληρητικών ιδεών.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

«ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΑΠΟ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ»

      Οι παραδοσιακές ορθόδοξες μορφές οικογένειας πρέσβευαν με απόλυτη προσήλωση το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, πατέρας –μητέρα παιδιά. Θεωρείται βέβαια ότι αυτή η μορφή οικογένειας έχει υγιή στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη μορφή οικογενειακού δεσμού. Ακόμα και αν μέσα σ’ ένα γάμο ο ένας από τους δύο (ή και οι δύο) δεν ένιωθαν ότι ανήκαν σ’ αυτή την σχέση και ήταν υποχρεωμένοι να κρατήσουν αυτά τα δεσμά «για πάντα», δεν υπήρχε η ελεύθερη βούληση και επιλογή του θέλω ή του επιθυμώ. Θύτες και θύματα μιας σχέσης γίνονταν ένα, οι ρόλοι και οι θέσεις μπερδεύονταν και ξεκάθαρη θέση δεν υπήρχε ποτέ. Άραγε μπορεί κάποιος να κάνει μία επιλογή και να αλλάξει μετά κατεύθυνση;;; Να θεωρεί ότι «πρέπει» να υποστηρίξει ένα μοντέλο αποδεκτής κοινωνικής ζωής ακόμα και αν δεν είναι σίγουρος/η ότι μπορεί να το υποστηρίξει;; Μπροστά από έναν φόβο κάποιος μπορεί απόλυτα παρορμητικά να «χάσει» την ουσία της δικής του ζωής, τις επιλογής του και να προβεί σε κατευθυντήριες που είναι κόντρα στα πιστεύω του, στα θέλω του ακόμα και στην ίδια του την φύση. Πολύ συχνά μπορεί όντως ένας ομοφυλόφιλος να νιώθει έτσι, παγιδευμένος στις νόρμες τις κοινωνίας στα στεγανά του «πρέπει», στην παγίδα της αρρώστιας του μυαλού ορισμένων, του κοινωνικού στιγματισμού και διασυρμού. Πως οδηγείται όμως ένας άνθρωπος να δυσκολεύεται να υποστηρίξει τις θέσεις του όποιες και να είναι αυτές ιδίως από την στιγμή που δεν βλάπτει κάποιον; Δεν πιστεύει στην αξία του, στον εαυτό του, νιώθει ότι δεν ανήκει, ζει για να φοβάται το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε!!

      Πλέον στις ημέρες μας οι ομοφυλόφιλοι έχουν αρχίσει να μην αποσιωπούν τις επιλογές τους. Διάφορες οργανώσεις, ομάδες, ΜΜΕ είναι «σύμμαχοι» αυτών των ανθρώπων, είναι δίπλα τους και οι ίδιοι νιώθουν προστασία και αποδοχή για αυτό που είναι Η αποδοχή είναι ζήτημα προσωπικής αξιοπρέπειας: Το «coming out» – όπως έχει επικρατήσει να λέγεται αγγλοσαξονικά η στιγμή της αποκάλυψης – αρχίζει πρώτα από τον εαυτό τους, για να φθάσει στους γονείς και τελικά στην κοινωνία, αλλά ο δρόμος δεν φαίνεται πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα. Εν τω μεταξύ, ο Φίλιππος προσπαθούσε ως τα 20 του να δημιουργεί σχέσεις με γυναίκες: «Γιατί να προσπαθώ να αλλάξω; Γιατί να μη ζω καλά;». Το εκκλησιαστικό υπόβαθρο με το οποίο είχε μεγαλώσει δημιουργούσε μέσα του μια εσωτερική διαπάλη σχετικά με το «φυσιολογικό» στις ερωτικές σχέσεις και τον έπνιγε, όπως λέει, «σε έναν πέπλο αμαρτίας». Η στιγμή της αποκάλυψης ήρθε εν τέλει αυθόρμητα, μια μέρα δίπλα στη θάλασσα, όταν έπινε μπίρες με έναν φίλο του γιατρό: «Έφυγε ένα τεράστιο βάρος από μέσα μου και αυτή είναι μια ημέρα που θα θυμάμαι για πάντα». Ύστερα το αποκάλυψε και στην αδελφή του, «η οποία αποδείχθηκε πολύ υποστηρικτική, με βοήθησε». Αλλά, δυστυχώς, όχι στη μητέρα του, την οποία έχασε μόλις έφθασε στο κατώφλι της ενηλικίωσης, στα 18. Ο Κ. πιστεύει ότι οι γονείς είναι οι πρώτοι που το καταλαβαίνουν, αλλά οι τελευταίοι που το αναγνωρίζουν: «Μέχρι τώρα κλείνουν τα μάτια τους, στρουθοκαμηλίζουν». Δεν έχει μιλήσει ακόμη ανοιχτά μαζί τους: «Αν παντρευτώ, φαντάζομαι θα το μάθουν» προσθέτει με χιούμορ και αμέσως μετά εξηγεί: «Δεν τους περιφρονώ• θα τους το ανακοινώσω με την κατάλληλη αφορμή. Ωστόσο, είναι μάταιο γονείς και παιδιά να στενοχωριούνται για πράγματα που δεν αλλάζουν. Γονείς έχουν στείλει φίλους μου σε ψυχίατρο και σε παπάδες ή τους έχουν διώξει από το σπίτι» καταλήγει. Οι ίδιοι οι γονείς πολλές φορές υποστηρίζουν ότι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα το ίδιο τους το παιδί. Ο γονιός ενός ομοφυλόφιλου ατόμου το γνωρίζει, αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί, όχι απαραίτητα να το αποδεχτεί ή να το κατανοήσει αλλά να το παραδεχτεί στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι κάτι που απωθεί, που δεν θέλει να το δει κατάματα και το αποφεύγει, άρα λοιπόν αποφεύγει την φύση και την επιλογή του ίδιου του παιδιού του. Αρκετοί ομόφυλοι, άντρες ή γυναίκες μεγαλώνουν με μία διπλή διάσταση μέσα τους, την ανάγκη της επιθυμίας να έλκονται από άτομα του ιδίου φύλου, αλλά και τον πειραματισμό με ετερόφυλο ταίρι, κάποτε κάποιος είχε πει «Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί και να πετύχει, εάν παντρευτώ αυτή την γυναίκα, μπορεί να και να θεραπευτώ και να μη ξανανιώσω ‘έλξη για ομόφυλο μου!!». Η μη αποδοχή να μην αισθάνεται καλά ο καθένας με τον εαυτό του ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία, σε πολλά και διαφορετικά πράγματα, δεν επιτρέπεται εκείνο, δεν επιτρέπεται το άλλο, τι θα πουν οι άλλοι, είναι ντροπή......Φράσεις που όλοι λίγο πολύ ακούν στην καθημερινότητα τους και για κάποιον λόγο μένουν στο υποσυνείδητο και τις ακολουθούν και στην ενηλικίωση τους.

      ΟΙ ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

      Πλέον έχουμε περάσει σε διαφορετικές μορφές οικογένειας, οι μονογονεϊκες οικογένειες ολοένα και αυξάνονται, τα παιδιά μεγαλώνουν με ένα κύριο μόνο γονέα και άλλα παιδιά έχουν την δυνατότητα της επαφής με τον άλλον γονέα, ενώ άλλα όχι. Όχι τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο στο εξωτερικό συναντάμε οικογένειες ομοφύλων που επιλέγουν να συνθέσουν την οικογενειακή τους ευτυχία μ’ ένα παιδί. Ομόφυλα ζευγάρια, άντρες οι γυναίκες βιώνουν αυτή την πράξη ως ένδειξη απόλυτης αγάπης και αφοσίωσης, δεν έχει αποδειχτεί ακόμα και στα γραφεία των ειδικών ότι τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών παρουσιάζουν θέματα/προβλήματα στην ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη, αυτό θα θέλανε να υποστηρίζουν ίσως κάποιοι που είναι «φανατικοί» υποστηρικτές στην ομαλή ψυχική υγεία παιδιών με ετεροφυλόφιλους γονείς!

      Σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες η ευρεία οικογένεια αρχίζει ολοένα και συρρικνώνεται, ο παραδοσιακός τελετουργικός τρόπος ζωής μετατρέπεται σε νέες μορφές συνύπαρξης. Την πυρηνική οικογένεια, πρότυπο των οικογενειακών σχέσεων της μοντέρνας εποχής ολοένα και διαδέχεται μία άλλη μορφή οικογενειακής ζωής (Κατάκη Χ., 1998) Αυτή την αλλαγή δεν είναι όλοι έτοιμοι να την υποδεχτούν, να την καλωσορίσουν στην ζωή τους και κρατούν μεγάλη απόσταση ακούγοντας ότι οικογένειες δηλαδή ζευγάρια δεν ζουν πλέον μαζί. Παρατηρώντας στο σήμερα τις νέες οικογενειακές σχέσεις μπορεί να δει κανείς σημαντικές διαφοροποιήσεις από το παρελθόν τόσο στις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους όσο και στις σχέσεις του ίδιου του ζευγαριού. Παρατηρούνται όμως κάποια ζητήματα που οι εξωτερικές επιρροές «καταφέρνουν» να γίνουν εσώτερες μέσα στο οικογενειακό κάστρο. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην σεξουαλική επιλογή ενός από τους δύο γονείς. Τον ομοφυλόφιλο γονέα που για τον καθένα συντρέχουν διαφορετικοί λόγοι στο ότι επέλεξε να συμβιώσει ή να συμβιβαστεί (πολλές φορές) με ετεροφυλόφιλο του. Κάποιος που επιλέγει να ζήσει συμβατικά στην ζωή του παρ’ ότι η επιθυμία και η εσώτερη ανάγκη του είναι άλλη, δίνει διπλό αγώνα στο να κρατήσει σταθερό το οικοδόμημα της οικογενειακής στέγης του, επιλέγοντας να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, διότι θεωρεί ότι έτσι θα εξευμενίσει αυτό που έχει μέσα του, θα το «εξουδετερώσει», θα εξαγνίσει, την πραγματική του σεξουαλική ταυτότητα. Στο επίπεδο της επικοινωνίας οι ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, οι διχασμοί και οι ρήξεις καταλήγουν να είναι σε καθημερινή –πλέον- βάση. Ο άνθρωπος αυτό θεωρούσε, πίστευε το ότι ανήκωντας σε μία οικογένεια με σύζυγο και παιδιά θα λυτρωθεί, θα σωθεί από τις εσωτερικές του ενορμήσεις. Μάταια όμως, κάποιοι καταφέρνουν με ότι κόστος και να έχει αυτό, να προχωρήσουν με ειλικρίνεια στο παρακάτω παίρνοντας υπόψη το ρίσκο αυτής της κίνησης, ενώ άλλοι μένουν σε σχέσεις και γάμους που φαινομενικά συγκαλύπτουν τις ενορμήσεις τους, ζουν τα πάθη τους κρυφά, έχοντας «διπλή ζωή». Ευτυχώς για κάποιους σε αρκετές νέες μορφές οικογένειας που συναντάμε υπάρχει μία ομόφωνη συμφωνία σε βασικά ζητήματα προσανατολισμού ζωής ανάμεσα στους σημερινούς γονείς και τα παιδιά τους. Οπότε ολοένα και ο ομοφυλόφιλος δεν θα μπει στο στεγανό ενός γάμου μ’ έναν ετερόφυλο του, όπως γινόταν συνήθως παλιότερα και ιδιαίτερα σε κλειστές και μικρές κοινωνίες.

      Οι σημερινοί σύντροφοι αποδεσμεύονται ολοένα και πιο σταθερά από παλιές προκαταλήψεις και στασιμότητες, υποστηρίζουν τις επιλογές τους, τις σέβονται και διεκδικούν από τους άλλους παρόμοια στάση, κυρίως αποδοχής. Παρ’όλες τις δυσκολίες επικοινωνίας, οι σχέσεις γονέων και παιδιών φαίνεται να έχουν μετατραπεί σε λιγότερο συγκρουσιακές, αφήνοντας έτσι περιθώρια για προσωπικές αναζητήσεις.

      Κάποιος θα υποστηρίξει ότι αυτό δεν γίνεται εύκολα στα Ελληνικά δεδομένα και όμως, αρκετοί νέοι γονείς, διεκδικούν και προσπαθούν για την καλύτερη ισορροπημένη ψυχική ανάπτυξη του παιδιού τους, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν πρεσβεύουν ή δεν συμφωνούν με τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Αρκετοί προτιμούν να μην ξέρουν. Ενώ θα ήθελαν να μαθαίνουν πως είναι το παιδί τους με το ταίρι του (ετερόφυλο), όταν υπάρχει ομοφυλοφιλία όμως, προτιμούν να απέχουν, ή να μην γνωρίζουν πολλά και έτσι προτιμούν να κρατούν μία διακριτική ισορροπία. Τα σημερινά παιδιά εκφράζουν μεγαλύτερη αποδοχή για τον αγώνα που κάνει ο γονιός τους να τους προσφέρουν τα μέσα εκείνα με τα οποία θα πορευτούν στην ζωή τους, τα υλικά αγαθά, την υποστήριξη, την αγάπη. (Κατάκη Χ. 1998) Σ’ ένα βαθμό τα παιδιά αυτά νιώθουν περισσότερο δυνατά και έτοιμα να «παλέψουν» για τα θέλω τους ακόμα και αν καταβάθος γνωρίζουν ότι κοινωνικά θα αντιμετωπίζουν απορρίψεις, κραυγαλεότητες, ρατσιστικές επιθέσεις και απορρίψεις. Ίσως και γ’ αυτό ένας μεγάλος αριθμός ομοφυλόφιλων μπαίνει στην διαδικασία να ζήσει ή έστω να δοκιμάσει έναν «άλλο τρόπο ζωής» πέραν αυτού που πρεσβεύει, να κάνει δηλαδή οικογένεια, να αποκτήσει παιδιά. Το να αμφιταλαντεύεται κανείς ανάμεσα σε δύο κόσμους, σε δύο ανάγκες, σε δύο ρόλους είναι αρκετά ψυχοφθόρο, ματαιωτικό και πολύ δύσκολο. Άνθρωποι που περνούν από προσωπική ανάλυση δέχονται πολύ πιο εύκολα την ανάγκη τους να ζήσουν την επιθυμία τους, την φύση τους, από άλλους που μένουν δέσμιοι για χρόνια στην φυλακή του μυαλού αλλά και της καρδιάς τους. Δεν μπορούμε ακόμη να υποστηρίξουμε ότι οι άντρες ομοφυλόφιλοι ή οι γυναίκες ομοφυλόφιλοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν πιο εύκολα να δηλώσουν στον άλλον γονέα αυτή τους την φύση, είναι ακριβώς το ίδιο και για τα δύο φύλα.

      Η ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥ ΓΟΝΕΑ

      Αρκετοί αναφέρουν ή ακόμα και κρίνουν τους ανθρώπους εκείνους που κάνουν οικογένεια, αποκτούν παιδιά και μετά χωρίζουν λόγω της ομοφυλοφιλίας τους. Είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε και να καταδικάζουμε τους συνανθρώπους μας, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε, να εμβαθύνουμε και να δούμε ή να ακούσουμε αυτή την πλευρά ενός ανθρώπου, τι νιώθει, σε τι περιοριστικά όρια για χρόνια είχε θέσει την ζωή του, ή πόσο δύσκολο του είναι να αποδεχτεί κάτι που οι περισσότεροι γύρω του δεν θέλουν να ακούν.......και βέβαια ένας ομοφυλόφιλος γονέας δεν ανακαλύπτει «ξαφνικά» την σεξουαλική του ταυτότητα, την ήξερε και την ξέρει πάντα, πίστευε όμως ότι θα μπορούσε να ανήκει και σε μία νέα άλλη πραγματικότητα, εάν φεριπέιν ένας άντρας ανήκει σε ένα πλαίσιο με μία γυναίκα και παιδιά, ή μία γυναίκα ομοφυλόφιλή θα μπορούσε να ανήκει σε πλαίσιο με παιδιά και –άντρα- σύζυγο. Για τους ίδιους όταν θα το αποδεχτούν στον ίδιο τους τον εαυτό θεωρείτο μεγάλο έπαθλο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνουν αγώνα ζωής μέχρι να το καταφέρουν, διότι μην ξεχνάμε τα κοινωνικά στεγανά στα οποία εμπλέκονται πολλές φορές. Ο Θ. αναφέρει «Δεν είναι προτίμηση, είναι σεξουαλικός προσανατολισμός. Είναι πυξίδα. Η δικιά μου δείχνει σε αντίθετη κατεύθυνση». Ο Κρίστοφερ Χίτσενς κάποτε ανέφερε: «η ομοφυλοφιλία δεν είναι μια άλλη μορφή σεξ, είναι μια άλλη μορφή αγάπης». Μόλις το 1973 η American Psychological Association (Αμερικανική Ένωση Ψυχολογίας) αφαίρεσε την ομοφυλοφιλία από τον κατάλογο των ψυχικών ασθενειών, στον οποίο είχε προστεθεί λόγω της επικράτησης ισχυρών κοινωνικών και θρησκευτικών προκαταλήψεων. Σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, η ομοφυλοφιλία δεν είναι ψυχική ασθένεια, επειδή οι άνθρωποι που αισθάνονται την έλξη για το ίδιο φύλο δεν μεταπίπτουν σε κατάσταση σύγχυσης ούτε γίνονται επικίνδυνοι για τους άλλους . Οι νέοι και όχι μόνο δίνουν ευκαιρίες στον εαυτό τους, δοκιμάζονται, πειραματίζονται, αποτυγχάνουν, απογοητεύονται αλλά ξαναπροσπαθούν, δεν παραιτούνται τόσο εύκολα. Αρκετοί ομόφυλοι δεν βιάζονται να ανακοινώνουν τις επιλογές τους, παίρνουν τον χρόνο τους, νιώθοντας ασφάλεια και σιγουριά στις δικές τους δυναμικές και όταν κρίνουν ότι είναι έτοιμοι τότε και μόνο τότε το ανακοινώνουν και βέβαια χωρίς να το κραυγάζουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που όντως ο άλλος γονέας μπορεί να μην αντιληφθεί αυτή την νέα κατάσταση, μπορεί να έχει ενδείξεις απομάκρυνσης του συντρόφου του, αλλά σίγουρα αυτή η υπόθεση φαντάζει πολύ μακρινή. Είναι πολύ λεπτή η γραμμή και των δύο, στο πως θα το ανακοινώσει ο ομόφυλος γονέας, με τι τρόπο, αρχικά αποφεύγει την σύντροφο, ή τον σύντροφο εάν είναι ομόφυλη, η ερωτική επιθυμία μειώνεται κατά πολύ, απουσία πολλών ωρών από το σπίτι, έχει την ανάγκη να το μοιραστεί αλλά τους είναι αρκετά δύσκολο διότι φοβούνται την αντίδραση του άλλου γονέα. Πάντως στις περισσότερες περιπτώσεις το ξάφνιασμα είναι έντονο και μάλιστα αρκετοί χρειάζονται χρόνο για να το συνειδητοποιήσουν. Αισθάνονται ότι έχουν προδωθεί, ανησυχούν για την υγεία τους, για την προσβολή μεταδιδόμενων ασθενειών και τέλος εάν υπάρχουν παιδιά αισθάνονται άσχημα και πολύ περίεργα πώς αυτό μεταφέρεται ή ανακοινώνεται στα παιδιά. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη χρειάζεται χρόνος και από τις δύο μεριές για να μάθουν να ζουν πλέον μ’ αυτή την νέα πραγματικότητα. Μπορεί τον πρώτο καιρό να υπάρχει έντονη εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους, οι θέσεις τους να έχουν πάρει την μορφή του θύτη και του θύματος, ποιος είναι τι όμως;; Μπορεί η προδομένη σύζυγος από τον ομοφυλόφιλο γονέα να θεωρείται θύμα, είναι πάντα όμως;; Μήπως θύμα μπορεί να ένιωθε για χρόνια ο ομοφυλόφιλος γονέας μέσα στην ίδια του την ύπαρξη και την δυσκολία να αποδεχτεί την ίδια του την επιλογή;;;;

      Χρειάζονται ώρες και ώρες ατελείωτων συζητήσεων μεταξύ των δύο για το τι και πως θα πράξουν στο εξής. Εάν υπάρχουν παιδιά ο ομόφυλος γονέας αισθάνεται τύψεις και ένα βάρος απέναντι στα παιδιά του, αρκετοί μάλιστα περιμένουν αρκετά χρόνια μέχρι τα παιδιά τους μεγαλώσουν, ενηλικιωθούν και τους το ανακοινώσουν οι ίδιοι. Αρκετοί δεν το αναφέρουν ποτέ, σ’ αυτό συμμαχούν με τον άλλον γονέα ότι αυτό θα μείνει πάντα μεταξύ τους, σ’ αυτή την περίπτωση βέβαια το ρίσκο είναι έντονο και μεγάλο για το αν και πως μπορεί να το ανακαλύψει κάποια στιγμή το ενήλικο παιδί.

      ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Ή ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΣ;

      Στο ερώτημα «Γεννιέμαι ή γίνομαι ομοφυλόφιλος», κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να απαντήσει μέχρι σήμερα με σιγουριά. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια κοινή παραδοχή μεταξύ των ειδικών σχετικά με τους ακριβείς λόγους που ένας άνθρωπος αναπτύσσει ετεροσεξουαλικό ή ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό. Ο dr. Rahman έχει ειδικευτεί στην ψυχοβιολογία του ανθρώπινου σεξουαλικού προσανατολισμού. Αναφέρει: «Τα ευρήματα της μελέτης ήταν εντυπωσιακά. Μέχρι σήμερα, γνωρίζαμε τη “θηλυκή” πλευρά των γκέι ανδρών και την “ανδρική” των ομοφυλόφιλων γυναικών μέσα από τη συμπεριφορά τους και τις γνωστικές τους λειτουργίες. Τώρα, όμως, αυτό αποδεικνύεται και σε νευρολογικό επίπεδο. Όσο για τα συμπεράσματα σχετικά με την αμυγδαλή, τα θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά, αφού η συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου σχετίζεται με τις αντιδράσεις μας σε βασικά βιολογικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (όπως η ερωτική έλξη για άτομα συγκεκριμένου φύλου). Πρέπει να τονιστεί, πάντως, ότι τα ευρήματα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι γκέι άνδρες έχουν αποκλειστικά “θηλυκό” μυαλό και οι λεσβίες “ανδρικό”, αλλά αναφέρονται σε συγκεκριμένα μόνο σημεία του εγκεφάλου όπου μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Κατά πάσα πιθανότητα, στον εγκέφαλο των ομοφυλόφιλων υπάρχει ένας συνδυασμός “θηλυκών” και “αρσενικών” χαρακτηριστικών. Σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι η νέα αυτή μελέτη αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι οι ομοφυλόφιλοι γεννιούνται και δεν γίνονται». Ωστόσο, οι Έλληνες επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το δείγμα των ατόμων που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα ήταν πολύ μικρό για να υπάρξουν ασφαλή συμπεράσματα. (πηγή:Vita. Gr Αντωνοπούλου Μ.) Θεωρούν, λοιπόν, ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια παρατήρηση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω μελέτη. Από την άλλη μεριά, οι ψυχίατροι θεωρούν την επίδραση των βιολογικών παραγόντων στον καθορισμό του σεξουαλικού προσανατολισμού ήσσονος σημασίας ή και ανύπαρκτη. Ακόμη, όμως, και αυτοί που δέχονται τη γενετική βάση της ομοφυλοφιλίας, δεν αρνούνται ότι το περιβάλλον παίζει καταλυτικό ρόλο. Οι περισσότεροι βασίζονται στις ψυχανα¬λυτικές θεωρίες που ερμηνεύουν την ομοφυλοφιλία ως συνέπεια του γυναικείου και ανδρικού προτύπου της μητέρας και του πατέρα μέσα στην οικογένεια. (πηγή: Vita.gr) Πάντως, αν και υπάρ¬χουν θεωρίες που προσπαθούν να συγκεκριμενοποιήσουν τους μηχανισμούς επίδρασης του περιβάλλοντος, το θέμα αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκο για να διασαφηνιστεί.

      Απόψεις ορισμένων ομόφυλων για το πως ή όχι έχουν αποδεχτεί την φύση και τον εαυτό τους: η Μ. αναφέρει «Μεγάλωσα σε μια κλασική ελληνική οικογένεια. Ο πατέρας μου δούλευε, η μαμά μου ασχολούνταν με τα οικιακά. Στόχος τους ήταν να μεγαλώσουν παιδιά, να τους δώσουν μια καλή ανατροφή, να τα σπουδάσουν. Στο συγκεκριμένο θέμα έχουν παρωπίδες. Ακόμη και σήμερα, οι γονείς μου εξακολουθούν να αγνοούν τη διαφορετικότητά μου. Δεν έχω προσπαθήσει να τους «ανοιχτώ», γιατί ξέρω ότι δεν θα μπορέσουν να το δεχτούν. Θεωρώ σίγουρο ότι το έχουν καταλάβει, αλλά φοβούνται να το ακούσουν. Γι’ αυτό και δεν με ρώτησαν ποτέ. Ο αδερφός μου, που είναι στρέιτ, το ξέρει και δεν έχει κανένα πρόβλημα». Νιώθοντας αμηχανία ο Σ. αναφέρει: «Δεν διατυμπανίζω τη διαφορετικότητά μου, αλλά δεν την κρύβω όταν με ρωτήσουν. Στο εργασιακό μου περιβάλλον, δεν αντιμετώπισα ποτέ κανένα πρόβλημα. Η εξωτερική μου εμφάνιση, άλλωστε, δεν παραπέμπει στο στερεότυπο του ομοφυλόφιλου άνδρα, οπότε δεν έχω δυσκολευτεί ούτε στην κοινωνική μου ζωή. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να μπορώ να πιάνω το χέρι του συντρόφου μου περπατώντας στο δρόμο, χωρίς να νιώθω αμηχανία. Δεν το κάνω, γιατί ξέρω ότι θα γυρίσουν όλοι να μας κοιτάξουν». Τέλος για το θέμα της ομοφοβίας ο Κ. αναφέρει: «Αρνητικά σχόλια έχω ακούσει παντού. Στην αρχή νευρίαζα, τώρα πια δεν μου κάνει καμία αίσθηση. Δεν θέλω να λέω ψέματα στους γύρω μου, γι’ αυτό και αποκαλύπτω τη διαφορετικότητά μου, αν βέβαια ερωτηθώ. Κρύβοντας κανείς την προσωπική του ζωή, που είναι το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού του, είναι σαν να στηρίζει ολόκληρη την εικόνα του σε ένα ψέμα».

      ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

      Σίγουρα λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψιν το ηλικιακό φάσμα στο οποίο κυμαίνονται τα παιδιά. Στις πολύ μικρές ηλικίες (προσχολική, σχολική) καλό είναι να αποφεύγεται να αναφερθεί η ακριβή αιτία του διαζυγίου, σ’ αυτή την φάση τα παιδιά αντιληπτικά και γνωστικά αδυνατούν να κατανοήσουν ορισμένες έννοιες, ταυτότητες και ορισμούς, Ο ομόφυλος γονιός παραμένει το ίδιο ακριβώς για το παιδί του, δεν έχει να κάνει η σεξουαλική ταυτότητα του γονέα με το ρόλο και την θέση του προς το παιδί του. Για την καλύτερη και κατάλληλη ισορροπία του παιδιού όταν ο άλλος γονέας άθελα του ή περικυκλωμένος από θυμό εκτοξεύει πυρά προς τον ομόφυλο γονέα μπροστά στο παιδί, αυτό να αποφεύγεται διότι μπορεί να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Καλό είναι οι ενήλικοι γονείς ότι διαφορές ή θυμούς έχουν μεταξύ τους να τις επιλύσουν χωρίς να μπαίνει ως «αποδομπομπιαίος τράγος» το παιδί. Ανάλογα τι δίκτυο επικοινωνίας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης έχει χτιστεί μεταξύ του παιδιού και του γονέα, αυτό θα καθορίσει και πως θα δεχτεί το μεγαλύτερο παιδί την επιλογή αυτή του γονιού. Οι μεγαλύτεροι έφηβοι μπορούν εύκολα να αντιληφθούν, να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους, ας μην ξεχνάμε ότι τα ερεθίσματα που έχουν γύρω τους είναι ποικίλα (ΜΜΕ, περιοδικά, ανοιχτές συζητήσεις, internet). Δεν μπορεί κανείς να ξεγελάσει ένα παιδί που έχει αντιληφθεί. Ας μην προσπαθήσει λοιπόν ο γονιός να κρυφτεί και να αποφύγει την αλήθεια του ακόμα και αν ξέρει εκ των προτέρων ότι διακυβεύεται μία πολύ σημαντική σχέση εκείνου και του παιδιού του. Μεταγενέστερα θα αποδειχτεί ότι άξιζε να υπάρχει απόλυτη ειλικρίνεια παρά να το αναιρεί και να αντιστέκεται σε μία πραγματικότητα που το παιδί του γνωρίζει. Προσπαθούμε να χτίζουμε γερές και υγιής σχέσεις με τους ανθρώπους και τα παιδιά μας, ακόμα και αν χρειαστεί για ένα διάστημα ο καθένας να παίρνει τον χρόνο του για το πως θα το χειριστεί μέσα του.

      Εκείνος που αντιστέκεται στην πραγματικότητα του άλλου, κυρίως φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό, τα δικά του συναισθήματα απέναντι σε μία άλλη πραγματικότητα, σε μία αλήθεια.